Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Κείμενο Νο. 03






Ανοίγει τα μάτια της. Αντικρύζει το παράθυρο. Του ρίχνει μια βιαστική ματιά, προσπαθεί να καταλάβει τι ώρα έχει πάει. 


Το πρώτο φως της αυγής δεν αργεί να φανεί. Νιώθει το χέρι του γύρω από τη μέση της. ‘‘Θα κοιμάται’’, σκέφτεται. Δεν κινείται. Ξανακλείνει τα μάτια της, προσπαθεί να μην σκέφτεται. Προσπαθεί να πιέσει τον εαυτό της να μείνει ακίνητη, να μην τον κοιτάξει.


Δεν είναι έρωτας και σίγουρα όχι αγάπη. Ίσως είναι ανάγκη, ίσως είναι επιβεβαίωση. Γιατί φοβάται, όμως, να τον κοιτάξει; Τόσες αγάπες, τόσοι έρωτες. Δένεται εύκολα. Ίσως φοβάται να δεθεί. 


Έχει ανάγκη από ένα τσιγάρο. Να νιώσει την νικοτίνη μέσα της. Μέσα στη θολούρα του μυαλού της. Να μην σκέφτεται καθαρά, να χαθεί στις σκέψεις της, να γευτεί λίγο από την πλάνη της.


Ανάβει τσιγάρο. Η πρώτη ρουφηξιά την ζαλίζει. Μα έχει ανάγκη αυτή τη ζάλη. Φέρνει στο μυαλό της την προηγούμενη νύχτα. Ξεφυσάει τον καπνό. Κλείνει τα μάτια της, νιώθει τα χείλη του να χαιδεύουν τον λαιμό της. Ανατριχιάζει και μόνο στη σκέψη.


Ανοίγει απότομα τα μάτια της. Του ρίχνει μια ματιά, τον κοιτάει που κοιμάται. Φαίνεται τόσο γαλήνιος. Ένα διακριτικό χαμόγελο αχνοφαίνεται στα χείλη της. Απλώνει το χέρι της να χαιδέψει το πρόσωπό του. ‘‘Τι κάνεις;’’ σκέφτεται και τραβιέται πίσω απότομα, σχεδόν τρομαγμένα. 


Δεν μπορεί. Δεν έχει μέλλον. Ό,τι έγινε την προηγούμενη νύχτα πρέπει αμέσως να ξεχαστεί. Να φύγει. Λες και δεν έγινε ποτέ. Συγχυσμένη, φοβισμένη να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά της αποτελειώνει το τσιγάρο της. 


Εκείνος ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Γυρνάει προς το μέρος της, την κοιτάει. Της χαμογελά, αναστενάζει. Ξανακλείνει τα μάτια του, τεντώνεται. Απλώνει τα χέρια του, της κάνει νόημα να χωθεί στην αγκαλιά του. 


Τον κοιτάει απορημένη. Της χαμογελά. Τα χέρια του παραμένουν ανοιχτά, την καλούν. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό της. Ανέκφραστο το πρόσωπο κρύβει τις τρικυμίες της ψυχής. Μονάχα ένα κύμα ξεφεύγει και κυλάει σαν δάκρυ στο πυρωμένο μάγουλο.


Αυτός ανασηκώνεται, την τραβά κοντά του, χώνεται στην αγκαλιά του. Της χαιδεύει τα μαλλιά. Φιλά το δάκρυ, σταματά την τρικυμία. Ξεφυσά. Την κοιτάει στα μάτια. Την φιλά παθιασμένα, τόσο δυνατά που νιώθει το δέρμα της να ξεκολλά από την ανατριχίλα.


Ξαπλώνουν. Συνεχίζουν από ’κει που έμειναν το προηγούμενο βράδυ...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου